- κολυμβητής
- ο θηλ. -ήτρια (AM κολυμβητής) [κολυμβώ]αυτός που κολυμπάει ή που ξέρει να κολυμπάει (α. «ένας δεινός κολυμβητής έσωσε το παιδάκι από βέβαιο πνιγμό» β. «χειμερινός κολυμβητής» γ. «κολυμβῶσι... οἱ κολυμβηταί... ὅτι ἐπίστανται», Πλάτ.)νεοελλ.1. αυτός που ασχολείται με την κολύμβηση ως άθλημα («οι κολυμβητές προπονούνται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες»)2. φρ. «Δηλίου δεῑται κολυμβητοῡ» — για ειδήμονες ή ικανότατους ανθρώπους που απαιτούνται για τη λύση κάποιου προβλήματοςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) στον πληθ. οἱ κολυμβηταίαυτοί που ανασύρουν από φρέατα κάδους με νερό.
Dictionary of Greek. 2013.